Άδοξος - ορισμός του άδοξος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ac%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.380.517.587
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
άδοξος
Μεταφράσεις
άδοξος
(
'aðoksos
)
αρσενικό
άδοξη
(
'aðoksi
)
θηλυκό
άδοξο
(
'aðokso
)
ουδέτερο
επίθετο
1.
χωρίς τη λάμψη της δόξας
sans gloire
άδοξος θάνατος
une mort sans gloire
2.
απογοητευτικός
décevant/-ante
Η ιστορία τους είχε άδοξο τέλος.
Leur histoire a eu une fin décevante.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αδιέξοδος
άδικα
αδικαιολόγητη
αδικαιολόγητο
αδικαιολόγητος
άδικη
αδικηθείς
αδίκημα
αδικία
άδικο
άδικος
αδικώ
αδιόρατη
αδιόρατο
αδιόρατος
αδιόρθωτη
αδιόρθωτο
αδιόρθωτος
αδίστακτα
αδίστακτη
αδίστακτο
αδίστακτος
αδίσταχτος
άδολη
άδολο
άδολος
αδόμητος
άδοξα
άδοξη
άδοξο
άδοξος
αδούλευτος
αδράνεια
αδρανές
αδρανής
αδρανοποίηση
αδρανώ
αδράχνω
αδράχτι
αδρεναλίνη
αδρή
Αδριανούπολις
Αδριατική θάλασσα
Αδριατικός
αδρό
αδρόνιο
αδρός
αδύναμη
αδυναμία
αδύναμο
αδύναμος
αδύνατη
αδυνατίζω
αδυνάτισμα
αδύνατο
αδύνατον
αδύνατος
αδυσώπητη
αδυσώπητο
αδυσώπητος
άδυτο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close