Ένθετος - ορισμός του ένθετος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ad%ce%bd%ce%b8%ce%b5%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.777.062.879
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ένθετος
Μεταφράσεις
ένθετος
(
'enθetos
)
ένθετη
(
'enθeti
)
ένθετο
inwrought
(
'enθeto
)
επίθετο
που έχει προστεθεί ανάμεσα ή μέσα σε κτ
inséré/-ée
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ενηλικιώνομαι
ενηλικίωση
ενήλικο
ενήλικος
ενήλικος σπουδαστής
ενήμερη
ενήμερο
ενήμερος
ενημερότητα
ενημερωμένη
ενημερωμένο
ενημερωμένος
ενημερώνομαι
ενημερώνω
ενημέρωση
ενημερωτική
ενημερωτικό
ενημερωτικός
ενθαλπία
ενθάρρυνση
ενθαρρυντική
ενθαρρυντικό
ενθαρρυντικός
ενθαρρύνω
ενθαρύνω
ένθερμη
ένθερμο
ένθερμος
ένθετη
ένθετο
ένθετος
ενθουσιάζομαι
ενθουσιάζω
ενθουσιασμένo
ενθουσιασμένη
ενθουσιασμένος
ενθουσιασμός
ενθουσιαστικά
ενθουσιαστικός
ενθουσιώδες
ενθουσιώδης
ενθουσιωδώς
ενθύμιο
ενιαία
ενιαίο
ενιαίος
ενικός
ενίοτε
ενισχυμένος
ενίσχυση
ενισχυτής
ενισχύω
ένιωθα
έννατος
εννέα
εννεάκις εκατομμύριο
εννιά
εννιακόσια
εννιακόσιες
εννιακόσιοι
εννοείται
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close