Αγκυροβόλημα - ορισμός του αγκυροβόλημα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b3%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%bf%ce%b2%cf%8c%ce%bb%ce%b7%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.764.471.015
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αγκυροβόλημα
Μεταφράσεις
αγκυροβόλημα
anchorage
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αγκαζέ
αγκαθερό
αγκάθι
αγκαθωτή
αγκαθωτό
αγκαθωτός
αγκαλιά
αγκαλιάζω
αγκάλιασμα
αγκίδα
αγκίδα-θα
αγκίθα
αγκινάρα
αγκιροβολώ
αγκίστρι
άγκιστρο
αγκιστρώνω
αγκιτάτορας
Αγκόλα
αγκολέζικος
Αγκολέζος
αγκομαχάω
αγκομαχητό
αγκομαχώ
αγκράφα
άγκστρομ
αγκτηριασμός
αγκύλη
αγκυλόστομο
άγκυρα
αγκυροβόλημα
αγκυροβολία
αγκυροβολώ
αγκωνάρι
αγκώνας
αγνά
αγναντεύω
άγνεστος
Αγνή
αγνό
αγνοημένος
άγνοια
αγνοούμαι
αγνοούμενη
αγνοούμενο
αγνοούμενος
αγνός
αγνότητα
αγνοώ
αγνοών
αγνωμοσύνη
αγνώμων
αγνώριστη
αγνώριστο
αγνώριστος
άγνωρος
αγνωσία
αγνωσιαρχία
άγνωστη
άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
αγνωστικισμός
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close