αδικαιολόγητος
Μεταφράσεις
αδικαιολόγητος
(aðiceo'loʝitos) αρσενικόαδικαιολόγητη
(aðiceo'loʝiti) θηλυκόαδικαιολόγητο
unjustifiablebezpodstawnego부당한injustoingiustaungerechtinjusteнеоснователно (aðiceo'loʝito) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν εξηγείται λογικά αδικαιολόγητος φόβος
2. ασυγχώρητος αδικαιολόγητο λάθος Είσαι αδικαιολόγητος.