αλλεργικός
Μεταφράσεις
αλλεργικός
(alerʝi'kos) αρσενικόαλλεργική
(alerʝi'ci) θηλυκόαλλεργικό
allergicallergiqueаллергическийحَسَّاس لِalergickýallergiskallergischalérgicoallerginenalergičanallergicoアレルギーの알레르기의allergischallergiskuczulonyalérgicoallergiskแพ้alerjikdị ứng过敏的 (alerʝi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με την αλλεργία αλλεργική αντίδραση αλλεργικό σύμπτωμα έχω αλλεργικό συνάχι
2. που πάσχει από αλλεργία Είμαι αλλεργικός στους ξηρούς καρπούς.
3. μεταφορικά που απεχθάνεται κτ είμαι αλλεργικός στους θορύβους