Ανάσκελα - ορισμός του ανάσκελα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bd%ce%ac%cf%83%ce%ba%ce%b5%ce%bb%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.379.564.736
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ανάσκελα
Μεταφράσεις
ανάσκελα
back
,
face up
,
supine
sur le dos
(
a'nascela
)
επίρρημα
με την πλάτη στο έδαφος
sur le dos à la renverse
ξαπλώνω ανάσκελα
s'allonger sur le dos
πέφτω ανάσκελα
tomber à la renverse
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ανάρπαστο
ανάρπαστος
αναρρέω
ανάρρηση
αναρρίχηση
αναρριχητής
αναρριχητική
αναρριχητικό
αναρριχητικός
αναρριχήτρια
αναρριχώμαι
αναρρόφηση
αναρροφώ
αναρρώνω
ανάρρωση
αναρρωτήριο
ανάρτηση
αναρχία
αναρχικά
αναρχική
αναρχικό
αναρχικός
αναρχισμός
αναρχοσυνδικαλισμός
αναρωτιέμαι
ανάσα
ανασαίνω
ανασηκώνομαι
ανασηκώνω
ανασκαφή
ανάσκελα
ανασκευάζω
ανασκολοπίζω
ανασκολοπισμός
ανασκόπηση
ανασκοπώ
ανασκουμπώνω
ανασταίνομαι
ανασταίνω
ανασταλτική
ανασταλτικό
ανασταλτικός
ανάσταση
ανάστατη
ανάστατο
ανάστατος
αναστατωμένος
αναστατώνομαι
αναστατώνω
αναστάτωση
αναστέλλομαι
αναστέλλω
αναστεναγμός
αναστενάζω
αναστενάρικος
αναστηλωμένος
αναστηλώνω
αναστήλωση
ανάστημα
αναστιγματικός
αναστολέας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close