Αναγκάζω - ορισμός του αναγκάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.776.121.355
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αναγκάζω
Μεταφράσεις
αναγκάζω
заставлять
(
anaŋ'gazo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
υποχρεώνω
obliger forcer
αναγκάζω κπ να μιλήσει
obliger qqn à parler
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αν και μόνο αν
ανά
αναβαθμίζομαι
αναβαθμίζω
αναβάθμιση
αναβάλλομαι
αναβάλλω
ανάβαση
αναβάτης
αναβάτρια
αναβιώνω
αναβίωση
αναβλητική
αναβλητικό
αναβλητικός
αναβλύζω
αναβολέας
αναβολή
αναβολίζω
αναβολικός
αναβολισμός
αναβοσβήνω
αναβοσβήσιμο
αναβρασμός
ανάβω
αναγγελία
αναγγέλλομαι
αναγγέλλω
αναγέννηση
αναγκάζομαι
αναγκάζω
αναγκαία
αναγκαίο
αναγκαίος
αναγκαιότητα
αναγκαστικά
αναγκαστική
αναγκαστική προσγείωση
αναγκαστικό
αναγκαστικός
ανάγκη
ανάγλυφη
ανάγλυφο
ανάγλυφος
αναγνωρίζω
αναγνωρίζω σφάλμα
αναγνώριση
αναγνωρίσιμος
αναγνώρισις
αναγνωρισμένη
αναγνωρισμένο
αναγνωρισμένος
αναγνωριστικό σήμα
αναγνωριστικός
ανάγνωση
ανάγνωσμα
αναγνώστης
αναγνωστικό
αναγνωστικός
αναγνώστρια
αναγόμωση
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close