Ανοιχτόχρωμος - ορισμός του ανοιχτόχρωμος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%b9%cf%87%cf%84%cf%8c%cf%87%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.390.120.330
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ανοιχτόχρωμος
Μεταφράσεις
ανοιχτόχρωμος
أَشْقَر
ανοιχτόχρωμος
světlý
ανοιχτόχρωμος
lys
ανοιχτόχρωμος
hell
ανοιχτόχρωμος
fair
ανοιχτόχρωμος
rubio
ανοιχτόχρωμος
vaalea
ανοιχτόχρωμος
clair
ανοιχτόχρωμος
svijetao
ανοιχτόχρωμος
chiaro
ανοιχτόχρωμος
色白の
ανοιχτόχρωμος
살결이 흰
ανοιχτόχρωμος
lichtgekleurd
ανοιχτόχρωμος
lys
ανοιχτόχρωμος
jasny
ανοιχτόχρωμος
claro
ανοιχτόχρωμος
светлый
ανοιχτόχρωμος
blond
ανοιχτόχρωμος
สีอ่อน
ανοιχτόχρωμος
açık renk
ανοιχτόχρωμος
vàng hoe
ανοιχτόχρωμος
白皙的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ανόητο
ανόητος
ανόθευτη
ανόθευτο
ανόθευτος
άνοια
άνοιγμα
ανοιγοκλείνω
ανοιγοκλείσιμο
ανοίγομαι
ανοίγω
ανοίγω δέμα
ανοίγω φερμουάρ
ανοικοδομώ
ανοικτή επιταγή
ανοικτός
άνοιξη
ανοιξιάτικη
ανοιξιάτικο
ανοιξιάτικο καθάρισμα
ανοιξιάτικος
ανοιχτή
ανοιχτήρι
ανοιχτήρι για κονσέρβες
ανοιχτήρι για μπουκάλια
ανοιχτό
ανοιχτομάτης
ανοιχτόμυαλος
ανοιχτός
ανοιχτοχέρης
ανοιχτόχρωμος
ανομβρία
ανομία
ανόμοια
ανόμοιο
ανόμοιος
άνομος
ανοξείδωτο ατσάλι
ανοξείδωτος
ανοπτώ
ανοράκ
άνορακ
ανόργανος
ανοργάνωτος
ανορεξία
ανορεξικός
ανόρεχτη
ανόρεχτο
ανόρεχτος
ανορθόδοξος
ανοσία
ανοσοκατασταλτικός
ανοσοκαταστολή
ανοσολογία
ανοσοποιητικό σύστημα
άνοστη
άνοστο
άνοστος
Ἰανουάριος
Ἰανουάριος (Ianuarios)
άνους
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close