αντικείμενο
Μεταφράσεις
αντικείμενο
Objekt, Stückobject, subject, itemobjektoobjet, élémentبَنْدٌpoložkagenstandartículonimikepredmetarticolo項目항목itemelementpozycjaitemпунктsakสิ่งของในรายการmaddehạng mục项目 (andi'cimeno)ουσιαστικό ουδέτερο
1. πράγμα ογκώδες αντικείμενο
2. αποδέκτης αποτελώ αντικείμενο ενδιαφέροντος
3. θέμα αντικείμενο συζήτησης
4. γραμματική το αντικείμενο του ρήματος άμεσο έμμεσο αντικείμενο