αποδοτικός
(προωθήθηκε από αποδοτική)Μεταφράσεις
αποδοτικός
(apoðoti'kos) αρσενικόαποδοτική
(apoðoti'ci) θηλυκόαποδοτικό
efficient, rewardingrentable, efficaceفَعَّالvýkonnýeffektivleistungsfähigeficientetehokasdjelotvoranefficiente効率的な효율적인efficiënteffektivskutecznyeficienteэффективныйeffektivซึ่งมีประสิทธิภาพetkinhiệu quả效率高的יעילефективно (apoðoti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. κερδοφόρος αποδοτική επένδυση αποδοτική εργασία
2. μεταφορικά που έχει θετικά αποτελέσματα αποδοτική συνεργασία