Αποτροπιαστικός - ορισμός του αποτροπιαστικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%80%ce%b9%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.776.131.516
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αποτροπιαστικός
Μεταφράσεις
αποτροπιαστικός
abhorrent
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αποτελείωση
αποτέλεσμα
αποτελεσματικά
αποτελεσματική
αποτελεσματικό
αποτελεσματικός
αποτελεσματικότητα
αποτελούμαι
αποτελούμαι από
αποτελώ
αποτεφρώνω
αποτέφρωση
αποτεφρωτήρας
αποτιμώ
αποτολμώ
απότομα
απότομη
απότομο
απότομος
αποτοξινώνω
αποτοξίνωση
αποτραβηγμένη
αποτραβηγμένο
αποτραβηγμένος
αποτρεπτικό
αποτρέπω
αποτρίχωση
αποτρόπαιη
αποτρόπαιο
αποτρόπαιος
αποτροπιαστικός
αποτσίγαρο
αποτυγχάνω
αποτύπωμα
αποτύπωμα άνθρακα
αποτυπώνομαι
αποτυπώνω
αποτυχαίνω
αποτυχημένη
αποτυχημένο
αποτυχημένος
αποτυχία
Απουλήιος
απούντο
απούσα
απουσία
απουσιάζω
αποφάγια
αποφαίνομαι
αποφανία
απόφανση
απόφαση
αποφασίζω
αποφασισμένη
αποφασισμένο
αποφασισμένος
αποφασιστικά
αποφασιστική
αποφασιστικό
αποφασιστικός
αποφασιστικότητα
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close