απρόσιτος
(προωθήθηκε από απρόσιτη)Μεταφράσεις
απρόσιτος
(a'prositos) αρσενικόαπρόσιτη
(a'prositi) θηλυκόαπρόσιτο
inaccessible (a'prosito) ουδέτεροεπίθετο
1. που δεν πλησιάζεται εύκολα απρόσιτος τόπος
2. μεταφορικά με τον οποίο δεν κάνουμε εύκολα σχέση απρόσιτος άνθρωπος
3. για το οποίο δεν έχουμε τη δυνατότητα απρόσιτες τιμές