Αρνίσιος - ορισμός του αρνίσιος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%cf%81%ce%bd%ce%af%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.392.657.822
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αρνίσιος
Μεταφράσεις
αρνίσιος
(
ar'nisços
)
αρνίσια
(
ar'nisça
)
αρνίσιο
(
ar'nisço
)
επίθετο
που προέρχεται από αρνί
d'agneau
αρνίσιο κρέας
de la viande d'agneau
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αρμενίζω
αρμενικά
αρμενικός
Αρμένιος
αρμόδια
αρμόδιο
αρμόδιος
αρμοδιότητα
αρμόζω
αρμόζων
αρμονία
αρμονικά
αρμόνικα
αρμονική
αρμονικό
αρμονικός
αρμόνιο
αρμός
αρμπιτράζ
αρμύρα
αρμυρός
αρνάδα
άρνηση
αρνησικυρία
αρνητική
αρνητικό
αρνητικός
αρνί
αρνίσια
αρνίσιο
αρνίσιος
αρνούμαι
αρνούμαι ενόρκως
άρον άρον
αρόσιμος
άροτρο
Αρούμπα
αρουραίος
άρπα
αρπαγή
αρπάζομαι
αρπάζω
αρπακτική
αρπακτικό
αρπακτικός
αρπαχτή
αρπέτζο
αρραβώνας
αρραβώνες
αρραβωνιάζομαι
αρραβωνιασμένος
αρραβωνιαστικιά
αρραβωνιαστικός
αρραγής
αρρενωπή
αρρενωπό
αρρενωπός
άρρηκτα
άρρητος
άρρητος αριθμός
αρρωσταίνω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close