Βάζω κατά μέρος - ορισμός του βάζω κατά μέρος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%ac%ce%b6%cf%89+%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac+%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.765.358.381
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βάζω κατά μέρος
Μεταφράσεις
βάζω κατά μέρος
يَضَع
βάζω κατά μέρος
uklidit
βάζω κατά μέρος
lægge væk
βάζω κατά μέρος
weglegen
βάζω κατά μέρος
put away
βάζω κατά μέρος
guardar
βάζω κατά μέρος
panna syrjään
βάζω κατά μέρος
ranger
βάζω κατά μέρος
spremiti
βάζω κατά μέρος
riporre
βάζω κατά μέρος
取っておく
βάζω κατά μέρος
치우다
βάζω κατά μέρος
wegzetten
βάζω κατά μέρος
legg vekk
βάζω κατά μέρος
uprzątnąć
βάζω κατά μέρος
guardar
βάζω κατά μέρος
убирать
βάζω κατά μέρος
lägga undan
βάζω κατά μέρος
เอาเก็บไว้
βάζω κατά μέρος
kenara koymak
βάζω κατά μέρος
để sang một bên
βάζω κατά μέρος
放好
Πλοηγός λέξεων
?
▲
άψυχη
άψυχο
άψυχος
β
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
βeλανίδι
βαβά
βάβα
Βαβέλ
βαβίζω
βαβουίνος
βαβυλωνιακός
Βαγδάτη
βαγενάς
βάγια
βαγκονλί
βαγονέτο
βαγόνι
βαγόνι-εστιατόριο
Βάδη-Βυρτεμβέργη
βαδίζω
βάδιση
βάδισμα
βαζάκι
βαζελίνη
Βάζετε τις αποσκευές μου σε ένα ταξί, παρακαλώ;
βάζο
βάζο μαρμελάδας
βάζω
βάζω κατά μέρος
βάζω στοίχημα οτί
βάζω τα καλά μου
βαθαίνω
βαθιά
βαθμιαία
βαθμιαίο
βαθμιαίος
βαθμίδα
βαθμολόγηση
βαθμολογία
βαθμολογώ
βαθμός
βαθμός Κελσίου
βαθμός Φαρενάιτ
βαθμοφόρος
βαθόμετρο
βάθος
βαθούλωμα
βαθουλωμένος
βαθουλώνω
βάθρο
βαθύ
βαθύγνωμος
βαθυκύανο
βαθυμετρικός
βαθύς
βαθυστόχαστα
βαθυστόχαστος
βαθύτερος
βαθύφωνος
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close