Βρομίζω - ορισμός του βρομίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%cf%81%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.377.857.981
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βρομίζω
Μεταφράσεις
βρομίζω
(
vro'mizo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
λερώνω
salir
βρομίζω το σπίτι
salir la maison
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βρεφονηπιακό
βρεφονηπιακός
βρέφος
βρέχει
βρέχομαι
βρέχω
βρήκα
βριγαντίνο
βρίζω
βρίθω
βρικόλακας
βρικολάκιασμα
βρισιά
βρισιές
βρίσιμο
βρίσκομαι
Βρίσκομαι ...
βρίσκω
βρογχίτιδα
βρογχίτις
βρογχοκήλη
βρογχοπνευμονία
βρόγχος
βρόμα
βρομάω
βρομερή
βρομερό
βρομερός
βρόμη
βρομιά
βρομίζω
βρόμικη
βρόμικο
βρόμικος
βρόμιο
βρομιούχος
βρομο-
βρομόκαιρος
βρομοκοπάω
βρομόπαιδο
βρομώ
βροντάει
βροντάω
βροντερή
βροντερό
βροντερός
βροντές
βροντή
βροντοκοπάω
βρόντος
βροντόσαυρος
βροντόφωνος
βροντώ
βροντώδης
Βρότσλαβ
βροχερή
βροχερό
βροχερός
βροχή
βροχόμετρο
βροχόπτωση
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close