Γλωσσική - ορισμός του γλωσσική από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%bb%cf%89%cf%83%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.377.963.685
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γλωσσικός
(προωθήθηκε από
γλωσσική
)
Μεταφράσεις
γλωσσικός
(
ɣlosi'kos
)
γλωσσική
(
ɣlosi'ci
)
θηλυκό
γλωσσικό
linguistic
,
lingual
(
ɣlosi'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
σχετικός με τη γλώσσα
linguistique de langue
έχω γλωσσικές γνώσεις
avoir des connaissances linguistiques
γλωσσικά παιχνίδια
des jeux de langue
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γλυκιά
γλυκίνη
γλύκισμα
γλυκό
γλυκό καλαμπόκι
γλυκογόνο
γλυκόζη
γλυκοκοιτάζω
γλυκοπατάτα
γλυκός
γλυκύτητα
γλύπτης
γλυπτική
γλυπτό
γλυπτοθήκη
γλύπτρια
γλυσίνα
γλυστρίδα
Γλυφείον
γλυφή
γλυφό
γλυφός
γλύφω
γλώσσα
γλώσσα μηχανής
γλώσσα προγραμματισμού
γλωσσάκι
γλωσσάριο
Γλώσσες
γλωσσίδι
γλωσσική
γλωσσικό
γλωσσικός
γλωσσοδέτης
γλωσσοκοπανώ
γλωσσολογία
γλωσσολογικά
γλωσσολογικός
γλωσσολόγος
γλωσσομαθής
γναθοθύλακας
γνάθος
γναφιάς
γνέθω
γνέφω
γνήσια
γνήσιο
γνήσιος
γνησιότητα
γνώθι σαυτόν
γνωμάτευση
γνώμη
γνωμικό
Γνώμων
γνώριζα
γνωρίζομαι
γνωρίζω
γνωρίζων
γνώριμη
γνωριμία
γνώριμο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close