γνωστός
Μεταφράσεις
γνωστός
(ɣno'stos) αρσενικόγνωστή
(ɣno'sti) θηλυκόγνωστό
(ɣno'sto) ουδέτεροεπίθετο
1. που τον ξέρει πολύς κόσμος γνωστός ζωγράφος Είναι γνωστό κάθαρμα!
2. που τον ξέρει κν και με άλλο όνομα
γνωστός
αρσενικόγνωστή
known, familiar, acquaintance, friend, famousconnu, connaissanceمَشْهُورٌznámýkendtbekanntconocidotunnettuznannoto知られている알려진bekendkjentznanyconhecidoизвестныйkändเป็นที่รู้จักbilinenđược biết知名的ידוע θηλυκόουσιαστικό
που τον ξέρω από πριν παλιός γνωστός Έχω πολλούς γνωστούς.