Δίσκος CD-ROM - ορισμός του δίσκος CD-ROM από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%af%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%82+CD-ROM
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.380.426.471
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δίσκος CD-ROM
Μεταφράσεις
δίσκος CD-ROM
مُحَرِّكُ القُرْصِ الـمَضْغُوط
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
cd-rom
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD롬
δίσκος CD-ROM
cd-rom
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
компакт-диск, предназначенный для использования на компьютере
δίσκος CD-ROM
CD-ROM-skiva
δίσκος CD-ROM
ซีดี-รอม
δίσκος CD-ROM
CD-ROM
δίσκος CD-ROM
đĩa chứa dữ liệu chỉ đọc
δίσκος CD-ROM
光盘驱动器
Πλοηγός λέξεων
?
▲
διπλωματικότητα
διπλωμάτισσα
διπλώνομαι
διπλώνω
διπολικός
διπροσωπία
δις
δισάκι
δισδιάστατος
δισέγγονη
δισέγγονο
δισέγγονος
δισεκατομμύριο
δισεκατομμυριοστός
δισεκατομμυριούχος
δίσεκτη
δίσεκτο
δίσεκτο έτος
δίσεκτος
δισκέτα
δίσκετο έτος
δισκίο
δισκοβολία
δισκογραφικός
δισκοθήκη
δισκοπότηρο
δισκοπρίονο
δισκοπωλείο
δίσκος
δίσκος CD
δίσκος CD-ROM
δίσκος DVD
δισταγμός
διστάζω
διστακτική
διστακτικό
διστακτικός
διστακτικότητα
δίστιχο
δίτροχος
διττανθρακικό νάτριο
δίττος
διυλίζω
διϋλίζω
διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον
διυλιστήριο
διυλιστήριο πετρελαίου
διυπουργικά
δίφθογγος
διφορούμενη
διφορούμενο
διφορούμενος
διχάζομαι
διχάζω
διχασμός
διχειλικός
διχόνοια
διχονοώ
διχοτόμηση
διχοτομία
διχοτομικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close