Δανεικός - ορισμός του δανεικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.772.735.063
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δανεικός
Μεταφράσεις
δανεικός
(
ðani'kos
)
αρσενικό
δανεική
(
ðani'ci
)
θηλυκό
δανεικό
(
ðani'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
για κτ που έχω πάρει με τη δέσμευση να επιστραφεί
emprunté/-ée
δανεικά ρούχα
des vêtements empruntés
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δάκτυλο του ποδιού
δακτυλογραφία
δακτυλογραφικός
δακτυλογράφος
δακτυλόγραφος
δακτυλογραφούμαι
δακτυλογραφώ
δακτυλοειδής
δάκτυλος
δακτυλοσκοπικός
Δαλάι Λάμα
δαλτωνικός
δαλτωνισμός
δαμάζω
δαμαλίδα
δάμαλις
δαμασκηνί
δαμασκηνιά
δαμάσκηνο
Δαμασκός
δάμασμα
δανδής
δανδισμός
δανέζικα
δανέζικος
δανείζομαι
δανείζω
δανεικά
δανεική
δανεικό
δανεικός
δάνειο
δανειολήπτης
δανεισμός
δανειστής
δανειστική
δανειστικό
δανειστικός
Δανία
Δανιήλ
Δανικά
δανικός
Δανός
δαντέλα
δαπάνες
δαπάνη
δαπανηρή
δαπανηρό
δαπανηρός
δαπανώ
δάπεδο
δαρβινισμός
δαρβινιστής
Δαρβίνος
Δαρείος
δάρτης
δασάκι
δασκάλα
δάσκαλος
δάσκαλος οδήγησης
δασμοί
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close