διαγώνιος
(προωθήθηκε από διαγώνιοςα)Μεταφράσεις
διαγώνιος
(ðja'ɣonios) αρσενικόδιαγώνιοςα
(ðja'ɣoniosa) θηλυκόδιαγώνιο
(ðja'ɣonio) ουδέτεροεπίθετο
πλάγια κατεύθυνση, σε σχέση με την ευθεία
διαγώνιος
diagonaldiagonal, diagonaleقُطْريّúhlopříčnýdiagonaldiagonaldiagonal, en diagonalvinodijagonalandiagonale対角の대각선의diagonaaldiagonalprzekątnydiagonalдиагональныйdiagonalทแยงมุมköşegenchéo对角线的ουσιαστικό θηλυκό
γεωμετρία ευθεία που ενώνει δύο γωνίες σχήματος διαγώνιος τετραγώνου