Θρήσκο - ορισμός του θρήσκο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b8%cf%81%ce%ae%cf%83%ce%ba%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.379.738.391
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
θρήσκος
(προωθήθηκε από
θρήσκο
)
Μεταφράσεις
θρήσκος
(
'θriskos
)
αρσενικό
θρήσκα
(
'θriska
)
θηλυκό
θρήσκο
pieux
religious
宗教
דתי
宗教
религиозни
종교
religiosa
الدينية
宗教
religioso
religieuze
religiøse
(
'θrisko
)
ουδέτερο
επίθετο
που ζει σύμφωνα με τις θρησκευτικές του αρχές
pratiquant/-ante
Πλοηγός λέξεων
?
▲
θρανίο
θρασεία
θράσος
θρασύ
θρασύδειλος
θρασύς
θρασύτητα
θραύση
θραύσμα
θραυσματικός
θρεμμένη
θρεμμένο
θρεμμένος
θρεονίνη
θρεπτική
θρεπτική ουσία
θρεπτικό
θρεπτικός
θρέφω
θρέψη
Θρήνοι
θρήνος
θρηνώ
θρήσκα
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευόμενος
θρησκευτική
θρησκευτικό
θρησκευτικός
θρήσκο
θρήσκος
θριαμβευτικά
θριαμβευτική
θριαμβευτικό
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θρίαμβος
θρίλερ
θροϊζω
θροΐζω
θρόισμα
θρόμβος
θρόμβωση
θρονιάζομαι
θρόνος
θρυαλλίδα
θρυλική
θρυλικό
θρυλικός
θρύλος
θρυμματίζομαι
θρυμματίζω
θυγατέρα
θυγατρική
θυγατρική εταιρεία
θυγατρικός
θύελλα
θυελλοπούλι
θυελλώδες
θυελλώδης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close