Ιεραποστόλος - ορισμός του ιεραποστόλος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%83%cf%84%cf%8c%ce%bb%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.380.437.632
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ιεραποστόλος
Μεταφράσεις
ιεραποστόλος
مُبَشِّرٌ
ιεραποστόλος
misionář
ιεραποστόλος
missionær
ιεραποστόλος
Missionar
ιεραποστόλος
missionary
ιεραποστόλος
misionero
ιεραποστόλος
lähetyssaarnaaja
ιεραποστόλος
missionnaire
ιεραποστόλος
misionar
ιεραποστόλος
missionario
ιεραποστόλος
宣教師
ιεραποστόλος
선교사
ιεραποστόλος
missionaris
ιεραποστόλος
misjonær
ιεραποστόλος
misjonarz
ιεραποστόλος
missionário
ιεραποστόλος
миссионер
ιεραποστόλος
missionär
ιεραποστόλος
หมอสอนศาสนา
ιεραποστόλος
misyoner
ιεραποστόλος
người truyền giáo
ιεραποστόλος
传教士
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ιδιωτική περιουσία
ιδιωτικό
ιδιωτικό απόρρητο
ιδιωτικό σχολείο
ιδιωτικοποίηση
ιδιωτικοποιώ
ιδιωτικός
ιδιωτικός αστυνομικός
ιδιωτικός δρόμος
ιδιωτισμός
ιδού
ίδρυμα
ιδρυματισμός
ιδρύομαι
ίδρυση
ιδρυτής
ιδρυτική
ιδρυτικό
ιδρυτικός
ιδρύτρια
ιδρύω
ιδρωμένη
ιδρωμένο
ιδρωμένος
ιδρώνω
ιδρώτας
Ιεζάβελ
Ιεζεκιήλ
Ιεοβά
ιεραποστολή
ιεραποστόλος
ιεραπόστολος
ιεράρχηση
ιεραρχία
ιεραρχικός
ιεραρχικός βαθμός
ιεραρχώ
ιερατείο
ιερέας
ιέρεια
ιερεμιάδα
Ιερεμίας
ιερή
ιερό
ιερογλυφικά
ιερογλυφικό
ιερογλυφικός
ιερόδουλη
ιεροεξεταστής
ιεροκήρυκας
ιερός
ιεροσυλία
ιερόσυλος
ιεροτελεστία
ιερότητα
Ιερουσαλήμ
Ιερώνυμος
Ιεχοβά
Ιεχωβά
Ιεχωβισμός
Ιεχωβιστής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close