Κατασήμανση - ορισμός του κατασήμανση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%ae%ce%bc%ce%b1%ce%bd%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.865.175
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κατασήμανση
Μεταφράσεις
κατασήμανση
designation
κατασήμανση
désignation
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καταπραϋντική
καταπραϋντικό
καταπραϋντικός
καταπραϋνω
καταπραΰνω
καταπρόσωπο
κατάπτωση
Κατάρ
κατάρα
καταραμένη
καταραμένο
καταραμένος
κατάργηση
καταργώ
καταριέμαι
καταρράκτης
καταρράκτης-χτης
καταρρακτώδες
καταρρακτώδης
καταρρακτωδώς
καταρραμένος
κατάρρευση
καταρρέω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρτι
καταρτίζω κατάλογο
κατάρτιση
καταρτισμένος
καταρχήν
κατασήμανση
κατασκευάζω
κατασκεύασα
κατασκεύασμα
κατασκευασμένος
κατασκευαστής
κατασκευαστής ξύλινων κουφωμάτων
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατασκηνώνω
κατασκήνωση
κατασκηνωτής
κατασκηνώτρια
κατασκοπεία
κατασκοπεύω
κατάσκοπος
κατασπαράζω
κατάσπαρτος
κατασπαταλώ
κάτασπρη
κάτασπρο
κάτασπρος
κατασταλαγμένος
κατασταλάζω
κατασταλτικός
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
κατάσταση
κατάσταση ονομάτων
καταστατικό
καταστέλλω
κατάστημα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close