Κατασκηνωτής - ορισμός του κατασκηνωτής από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%b7%ce%bd%cf%89%cf%84%ce%ae%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.379.012.259
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κατασκηνωτής
Μεταφράσεις
κατασκηνωτής
camper
κατασκηνωτής
مُعَسْكَر
κατασκηνωτής
táborník
κατασκηνωτής
campist
κατασκηνωτής
Camper
κατασκηνωτής
campista
κατασκηνωτής
telttailija
κατασκηνωτής
campeur
κατασκηνωτής
kampist
κατασκηνωτής
camper
κατασκηνωτής
キャンプする人
κατασκηνωτής
야영자
κατασκηνωτής
kampeerder
κατασκηνωτής
campingturist
κατασκηνωτής
obozowicz
κατασκηνωτής
campista
,
roulotte
κατασκηνωτής
турист
κατασκηνωτής
tältare
κατασκηνωτής
ชาวค่าย
κατασκηνωτής
kampçı
κατασκηνωτής
người đi cắm trại
κατασκηνωτής
露营者
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καταραμένος
κατάργηση
καταργώ
καταριέμαι
καταρράκτης
καταρράκτης-χτης
καταρρακτώδες
καταρρακτώδης
καταρρακτωδώς
καταρραμένος
κατάρρευση
καταρρέω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρτι
καταρτίζω κατάλογο
κατάρτιση
καταρτισμένος
καταρχήν
κατασήμανση
κατασκευάζω
κατασκεύασα
κατασκεύασμα
κατασκευασμένος
κατασκευαστής
κατασκευαστής ξύλινων κουφωμάτων
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατασκηνώνω
κατασκήνωση
κατασκηνωτής
κατασκηνώτρια
κατασκοπεία
κατασκοπεύω
κατάσκοπος
κατασπαράζω
κατάσπαρτος
κατασπαταλώ
κάτασπρη
κάτασπρο
κάτασπρος
κατασταλαγμένος
κατασταλάζω
κατασταλτικός
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
κατάσταση
κατάσταση ονομάτων
καταστατικό
καταστέλλω
κατάστημα
κατάστημα αφορολόγητων ειδών
κατάστημα δώρων
κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια
κατάστημα με φυτά και είδη κήπου
κατάστημα παπουτσιών
κατάστημα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
κατάστημα σιδηρικών
κατάστημα φιλανθρωπικής οργάνωσης
καταστηματάρχης
καταστηματάρχισσα
κατάστιχο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close