Κοιτάζω λοξά - ορισμός του κοιτάζω λοξά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%bf%ce%b9%cf%84%ce%ac%ce%b6%cf%89+%ce%bb%ce%bf%ce%be%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.388.237.690
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κοιτάζω λοξά
Μεταφράσεις
κοιτάζω λοξά
يُلَمِّحُ إلَى
κοιτάζω λοξά
podívat se
κοιτάζω λοξά
kaste et blik
κοιτάζω λοξά
blicken
κοιτάζω λοξά
glance
κοιτάζω λοξά
echar un vistazo
κοιτάζω λοξά
vilkaista
κοιτάζω λοξά
jeter un coup d’œil
κοιτάζω λοξά
pogledati
κοιτάζω λοξά
dare uno sguardo
κοιτάζω λοξά
ちらっと見る
κοιτάζω λοξά
흘끗 보다
κοιτάζω λοξά
vluchtig kijken
κοιτάζω λοξά
kikke
κοιτάζω λοξά
spojrzeć
κοιτάζω λοξά
olhar de relance
,
relancear
κοιτάζω λοξά
бросить взгляд
κοιτάζω λοξά
snegla
κοιτάζω λοξά
ชำเลืองดู
κοιτάζω λοξά
göz atmak
κοιτάζω λοξά
liếc
κοιτάζω λοξά
扫视
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κοινότοπη
κοινοτοπία
κοινότοπο
κοινότοπος
κοινοτυπία
κοινότυπος
κοινόχρηστα
κοινόχρηστη
κοινόχρηστο
κοινόχρηστος
Κοϊντίνος
Κόιντος
κοινωνία
κοινωνικά
κοινωνική
κοινωνική ασφάλιση
κοινωνικό
κοινωνικοποίηση
κοινωνικοπολιτιστικός
κοινωνικός
κοινωνικός δαρβινισμός
κοινωνικός λειτουργός
κοινωνικότητα
κοινωνιολογία
κοινωνιολογικός
κοινωνώ
κοινώς
κοίταγμα
κοιτάζω
κοιτάζω επίμονα
κοιτάζω λοξά
κοιτάζω τριγύρω
κοίτασμα
κοίτη
κοιτώ
κοιτώνας
ΚΟΚ
Κόκα Κόλα
κοκαϊνη
κοκαΐνη
κοκαλάκι
κοκαλιάρα
κοκαλιάρης
κοκαλιάρικο
κοκάλινη
κοκάλινο
κοκάλινος
κόκαλο
κοκαλώνω
κοκέτα
κοκέτης
κοκέτικο
κοκίτης
κοκκαλάκι για τα μαλλιά
κόκκαλο
κοκκίδωση
κόκκινη
κόκκινη κάρτα
κοκκινίζω
κοκκίνισμα
κοκκινιστή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close