κονσερβοποιημένος
předtočenýκονσερβοποιημένος
dåse-κονσερβοποιημένος
purkki-κονσερβοποιημένος
mehaničkiκονσερβοποιημένος
缶詰めにしたκονσερβοποιημένος
통조림한κονσερβοποιημένος
konserveradκονσερβοποιημένος
ที่บรรจุในกระป๋องκονσερβοποιημένος
được thu lại