Κριάρι - ορισμός του κριάρι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%cf%81%ce%b9%ce%ac%cf%81%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.876.041
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κριάρι
Μεταφράσεις
κριάρι
ram
bélier
كَبْش
beran
vædder
Widder
carnero
pässi
ovan
montone
去勢していない雄羊
숫양
ram
vær
tryk
carneiro
баран
bagge
หน่วยความจำของคอมพิวเตอร์
koç
cừu đực
公羊
(
kri'ari
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το αρσενικό πρόβατο
bélier
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κρεμαστός
κρεμάστρα
κρεματόριο
κρεμάω
κρεμιέμαι
Κρεμλίνο
κρεμμαστάρι
κρεμμυδάκι
κρεμμύδι
κρέμομαι
κρεμώ
κρεμώδης
κρένω
κρεοπωλείο
κρεοπώλης
κρεοπώλισσα
κρεπ
κρέπα
κρεσέντο
κρετινισμός
κρετίνος
κρήνη
κρηπίδα
κρηπίδωμα
κρηπιδώνω
κρησαρίζω
κρησφύγετο
Κρήτη
Κρητικιά
Κρητικός
κριάρι
κρίβω
κριθαράκι
κριθάρι
κρίκετ
κρικετόμυς
κρίκος
κρίμα
Κριμαϊκή Ταταρική γλώσσα
κρίμας
κριματίζω
κρίνομαι
κρίνος
κρίνω
κρίνω εσφαλμένα
Κριός
κρίση
κρίσιμη
κρίσιμη ηλικία
κρίσιμο
κρίσιμος
κρισιμότητα
κριτήριο
κριτής
κριτικά
κριτικάρω
κριτική
κριτικισμός
κριτικό
κριτικός
κριτσανίζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close