κτητικός
(προωθήθηκε από κτητική)Μεταφράσεις
κτητικός
(ktiti'kos) αρσενικόκτητική
(ktiti'ci) θηλυκόκτητικό
possessive, acquisitivepossessif (ktiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που θέλει να του ανήκουν όλα κτητικές τάσεις
2. γραμματική χαρακτηρισμός που δηλώνει κτήση κτητική αντωνυμία