Μαγειρικό - ορισμός του μαγειρικό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%ce%b3%ce%b5%ce%b9%cf%81%ce%b9%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.779.398.114
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μαγειρικός
(προωθήθηκε από
μαγειρικό
)
Μεταφράσεις
μαγειρικός
(
maʝiri'kos
)
αρσενικό
μαγειρική
(
majiri'ci
)
θηλυκό
μαγειρικό
culinaire
culinário
culinary
(
majiri'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
σχετικός με το μαγείρεμα
culinaire de cuisine
μαγειρικό αλάτι
le sel de cuisine
η μαγειρική τέχνη
l'art culinaire
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λωποδύτης
Λωραίνη
λωρένσιο
λωρεντσιο
λωρίδα
λωρίδα ποδηλάτων
λωρίδα της Γάζας
λώρος
λωτός
μ
μ.α.ώ.
μ.μ.
μ.Χ.
μα
Μαβ
μαγαζάτορας
μαγαζί
μαγαρίζω
μαγγάνιο
μαγγώνομαι
μαγγώνω
μαγεία
μάγειρας
μαγειρείο
μαγείρεμα
μαγειρευτή
μαγειρευτό
μαγειρευτός
μαγειρεύω
μαγειρική
μαγειρικό
μαγειρικός
μαγείρισσα
μαγεμένος
μαγεύομαι
μαγευτική
μαγευτικό
μαγευτικός
μαγεύω
μαγιά
μάγια
μάγια του Γιουκατάν
μαγική
μαγικό
μαγικός
μαγιό
μαγιονέζα
Μαγιόρκα
Μαγιότ
μάγισσα
μάγκο
μαγκούρα
μαγκούστα
μαγκώνω
μάγμα
Μαγνησιακός
μαγνήσιο
μαγνήτης
μαγνητίζω
μαγνητική
μαγνητική ταινία
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close