μετέωρος
Μεταφράσεις
μετέωρος
(me'teoros) αρσενικόμετέωρη
(me'teori) θηλυκόμετέωρο
in der Luft, in der Schwebe, unentschiedenen l'air (me'teoro) ουδέτεροεπίθετο
1. αιωρούμενος μένω μετέωρος στο κενό
2. μεταφορικά που δεν πραγματοποιείται μετέωρη απειλή