Ντροπιάζω - ορισμός του ντροπιάζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bd%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%80%ce%b9%ce%ac%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.772.714.688
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ντροπιάζω
Μεταφράσεις
ντροπιάζω
sham
(
dro'pçazo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
κάνω κπ να αισθανθεί ντροπή
faire honte à qqn humilier
Με ντρόπιασες με τα λόγια σου.
Tu m'as fait honte avec ce que tu as dit.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ντοσιέ με κρίκους για φύλλα
ντοτόρος
ντουβάρι
ντουέτο
ντουζ
ντουζίνα
ντουί
ντουλάπα
ντουλαπάκι ταμπλό
ντουλάπι
ντουλάπι για απωλεσθείσες αποσκευές
ντούμπνιο
Ντουμπρόβνικ
ντουνιάς
ντουραλουμίνιο
ντους
ντουφέκι
ντουφεκιά
ντουφεκίζω
ντράμερ
ντραμίστας
ντραμς
ντράπηκα
ντρέπομαι
ντρέσινγκ σαλάτας
ντριμπλάρω
ντροπαλή
ντροπαλό
ντροπαλός
ντροπή
ντροπιάζω
ντροπιασμένη
ντροπιασμένο
ντροπιασμένος
ντροπιαστικός
ντυμένος
ντύνομαι
ντύνω
ντύσιμο
ἀντωνυμία
νύγμα
νυγματίζω
νυγμός
νύκτα
νυκτερίδα
νυκτερινός
νυκτόβιος
νυκτώνει
νύμφη
νυμφομανία
νύξη
νύστα
νυσταγμένη
νυσταγμένο
νυσταγμένος
νυστάζω
νυστέρι
νύφη
νυφικό
νυφίτσα
νύχη
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close