ξενόγλωσσος
(προωθήθηκε από ξενόγλωσσο)Μεταφράσεις
ξενόγλωσσος
(kse'noɣlosos) αρσενικόξενόγλωσση
(kse'noɣlosi) θηλυκόξενόγλωσσο
(kse'noɣloso) ουδέτεροεπίθετο
1. που μιλάει ξένη γλώσσα ξενόγλωσσοι μαθητές
2. που είναι γραμμένος σε ξένη γλώσσα ξενόγλωσσα βιβλία