Ονομαστός - ορισμός του ονομαστός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b1%cf%83%cf%84%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.764.832.290
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ονομαστός
Μεταφράσεις
ονομαστός
(
onoma'stos
)
αρσενικό
ονομαστή
(
onoma'sti
)
θηλυκό
ονομαστό
reputable
(
onoma'sto
)
ουδέτερο
επίθετο
ξακουστός
célèbre renommé/-ée
ονομαστός γιατρός
un médecin célèbre
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ον
-ον
όν
όναγρος
Ονδούρα
ΟΝΕ
ονειδίζω
όνειδος
ονειρεμένη
ονειρεμένο
ονειρεμένος
ονειρεύομαι
όνειρο
ονειρομαντεία
ονειροπαγίδα
ονειροπόλα
ονειροπόλημα
ονειροπόληση
ονειροπόλο
ονειροπόλος
ονειροπολώ
ονείρωξη
όνομα
ονομάζομαι
ονομάζω
ονομασία
ονομαστή
ονομαστική
ονομαστικός
ονομαστό
ονομαστός
ονοματίζω
ονοματική φράση
ονοματολογία
ονοματοποιία
όνος
Οντάριο
όντας
οντολογία
οντολογικός
οντότητα
όντως
οξαλίδα
οξεία
οξείδιο
οξειδώνω
οξείδωση
οξιά
οξικό οξύ
οξικός
όξινη βροχή
οξινίζω
όξινος
οξύ
οξυά
οξυγονο
οξυγόνο
οξυγονοκόλληση
οξυγονοκολλώ
οξυδέρκεια
οξυδερκής
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close