οπισθοδρομικός
(προωθήθηκε από οπισθοδρομικό)Μεταφράσεις
οπισθοδρομικός
(opisθoðromi'kos) αρσενικόοπισθοδρομική
(οpisθoðromi'ci) θηλυκόοπισθοδρομικό
rétrograderetrogressivebakåtsträvandeتراجعية (opisθoðromi'ko) ουδέτεροεπίθετο
που έχει ξεπερασμένες ιδέες οπισθοδρομική κοινωνία