ορθόδοξος
Μεταφράσεις
ορθόδοξος
(οr'θoðoksos) αρσενικόορθόδοξη
(or'θoðoksi) θηλυκόορθόδοξο
(or'θoðokso) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με την ορθοδοξία η ορθόδοξη εκκλησία
2. συνεπής με συγκεκριμένες αρχές και παραδόσεις Όλα θα γίνουν κατά τον ορθόδοξο τρόπο.
ορθόδοξος
αρσενικόορθόδοξη
orthodoxeorthodoxOrtodokse东正教ortodoxaorthodoxeOrtodoxní正教会ortodoxa東正教 θηλυκόουσιαστικό
ο πιστός στην ορθοδοξία