Οροπέδιο - ορισμός του οροπέδιο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bf%cf%81%ce%bf%cf%80%ce%ad%ce%b4%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.768.045.787
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
οροπέδιο
Μεταφράσεις
οροπέδιο
tableland
,
plateau
meseta
高原
planalto
Plateau
плато
plateau
platå
plateau
Plateau
高原
plateau
الهضبة
高原
(
oro'peðio
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πεδιάδα σε βουνό
plateau
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
όρκος
ορκωμοσία
ορκωτός λογιστής
ορμάω
ορμέμφυτος
ορμή
ορμητικά ρεύματα ποταμού
ορμητική
ορμητικό
ορμητικός
ορμίσκος
ορμόνη
ορμονική
ορμονικό
ορμονικός
ορμονοθεραπεία
ορμώ
όρνιθα
ορνιθοειδής
ορνιθολογία
ορνιθολόγος
ορνιθοσκαλίσματα
όρνιο
ορντέβρ
οροθεσία
οροθετικός
οροθετώ
ορολογία
ορολογικός
ορολόγιο
οροπέδιο
ορός
όρος
οροσειρά
ορόσημο
οροφή
όροφος
ορτανσία
ορτυγομάννα
ορτυγομήτρα
ορτύκι
ορυκτέλαιο
ορυκτερόπους
ορυκτό
ορυκτολογία
ορυκτός
ορυχείο
ορφανή
ορφανό
ορφανός
ορφανοτροφείο
ορφικός
όρχεις
ορχήστρα
ορχήστρα χάλκινων οργάνων
ορχιδέα
όρχις
Οσάκα
όση
όσιος
Οσιτανικά
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close