Παθαίνω - ορισμός του παθαίνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b1%ce%b8%ce%b1%ce%af%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.766.313.320
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
παθαίνω
Μεταφράσεις
παθαίνω
suffer
(
pa'θeno
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
μου συμβαίνει κτ συνήθως κακό
arriver
Τι έπαθες;
Qu'est-ce qui t'arrive ?
παθαίνω υστερία
être hystérique
σου αξίζει
C'est bien fait pour toi !
πέφτω θύμα
Je me suis fait avoir !
Πλοηγός λέξεων
?
▲
παγκοσμίως
παγκράτιο
πάγκρεας
παγκρεατίτις
παγόβουνο
παγοβούτι
παγόδα
παγοδρομία
παγοδρόμιο
παγοδρομώ
παγοκρύσταλλο
παγοκρύσταλλος
παγοκύστη
παγόνι
παγοπέδιλο
παγοπληξία
πάγος
παγούρι
πάγωμα
παγωμένος
παγώνι
παγωνιά
παγώνω
πάγωσε
παγωτό
παζάρεμα
παζαρεύω
παζάρι
παζλ
πάζλ
παθαίνω
παθαίνω βλάβη
πάθη
πάθημα
πάθηση
παθητική
παθητικό
παθητικός
παθητικότητα
παθιάζομαι
παθιασμένη
παθιασμένο
παθιασμένος
παθογόνος
παθολογία
παθολογικά
παθολογική
παθολογικό
παθολογικός
παθολόγος
πάθος
παιάνας
παιδαγωγικά
παιδαγωγική
παιδαγωγικό
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παϊδάκι
παιδαριώδες
παιδαριώδης
παιδεία
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close