παντοδύναμος
(προωθήθηκε από παντοδύναμη)Μεταφράσεις
παντοδύναμος
(pando'ðinamos) αρσενικόπαντοδύναμη
(pando'ðinami) θηλυκόπαντοδύναμο
almightyĉiopovatout-puissant, omnipotentвсемогущийAlmægtigeonnipotente (pando'ðinamo) ουδέτεροεπίθετο
που μπορεί να καταφέρει τα πάντα
ο Θεός
ο Θεός