Πειθαρχώ - ορισμός του πειθαρχώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b5%ce%b9%ce%b8%ce%b1%cf%81%cf%87%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.777.087.899
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πειθαρχώ
Μεταφράσεις
πειθαρχώ
discipline
(
piθar'xo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
υπακούω, υποτάσσομαι
se soumettre être discipliné/-ée
πειθαρχώ στους κανονισμούς
se soumettre à la réglementation
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πεζοδρομημένος
πεζοδρόμιο
πεζόδρομος
πεζολογία
πεζοναύτης
πεζοπορία
πεζοπορία σε λόφο
πεζοπόρος
πεζός
πεζότητα
πεζούλα
πεζούλι
πεζούνι
πεθαίνω
πεθαμένη
πεθαμένο
πεθαμένος
πέθανα
πεθάνω
πεθερά
πεθερικά
πεθερός
πειθαναγκάζω
πειθαρχημένη
πειθαρχημένο
πειθαρχημένος
πειθαρχία
πειθαρχική
πειθαρχικό
πειθαρχικός
πειθαρχώ
πειθήνια
πειθήνιο
πειθήνιος
πείθομαι
πειθώ
πείθω
πείνα
πεινασμένος
Πεινάω
πεινάω σαν λύκος
πεινολέος
πεινώ
πείρα
πείραγμα
πειράζω
Πειραιάς
πείραμα
πειραματίζομαι
πειραματική
πειραματικό
πειραματικός
πειραματισμός
πειραματόζωο
πειρασμός
πειρατεία
πειρατής
πειρατής σε μέσο μεταφοράς
πειρατικός
πειραχτήρι
πείσμα
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close