Πιεστική - ορισμός του πιεστική από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%b9%ce%b5%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.394.070.756
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πιεστικός
(προωθήθηκε από
πιεστική
)
Μεταφράσεις
πιεστικός
(
piesti'kos
)
αρσενικό
πιεστική
(
piesti'ci
)
θηλυκό
πιεστικό
coercive
(
piesti'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
που ασκεί πίεση
contraignant/-ante oppressif/-ive
πιεστική δουλειά
un travail contraignant
πιεστικός άνθρωπος
un homme oppressif
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πιανίστας
πιανίστρια
πιάνο
πιάνομαι
πιάνω
πιάνω κουβέντα
πιασμένος
πιατάκι
πιατάκι φλιτζανιού
πιατέλα
πιατικά
πιατίνι
πιάτο
πιατοθήκη στραγγίσματος
πιατόπανο
πιάτσα
πιάτσα ταξί
πιγκ πογκ
πιγκουίνος
πιγκουϊνος
πιγούνι
πίδακας
πιέζομαι
πιέζω
πιεμοντέζικα
πιερότος
πίεση
πίεση αίματος
πιεσόμετρο
πιεστήριο
πιεστική
πιεστικό
πιεστικός
πιέτα
πιθανά
πιθανή
πιθανό
πιθανολογώ
πιθανόν
πιθανός
πιθανότητα
πιθανότητες
πιθανώς
πιθάρι
πίθηκος
πικάντικη
πικάντικο
πικάντικος
πικάπ
Πικαρδία
πικνίκ
πίκολο
πικρά
πίκρα
πικράδα
πικραίνομαι
πικραίνω
πικραλίδα
πικραμένη
πικραμένο
πικραμένος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close