Πλακουτσωτό - ορισμός του πλακουτσωτό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%ce%bb%ce%b1%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%84%cf%83%cf%89%cf%84%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.390.110.075
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πλακουτσωτός
(προωθήθηκε από
πλακουτσωτό
)
Μεταφράσεις
πλακουτσωτός
(
plakutso'tos
)
αρσενικό
πλακουτσωτή
(
plakutso'ti
)
θηλυκό
πλακουτσωτό
(
plakutso'to
)
ουδέτερο
επίθετο
που είναι σα να έχει πατηθεί και πλατύνει
écrasé/-ée
πλακουτσωτή μύτη
un nez écrasé
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πλαγιάζω με κάποιον
πλαγιαστή
πλαγιαστό
πλαγιαστός
πλάγιο
πλάγιος
πλαγκτόν
πλαδαρή
πλαδαρό
πλαδαρός
πλαζ
πλάθω
πλάι
πλαϊνή
πλαϊνό
πλαϊνός
πλαϊνός καθρέφτης
πλαίσιο
πλαισιώνω
πλαισίωση
πλάκα
πλακάκι
πλακάτ
πλακοστρωμένος
πλακόστρωση
πλακόστρωτη
πλακόστρωτο
πλακόστρωτος
πλακούντας
πλακουτσωτή
πλακουτσωτό
πλακουτσωτός
πλακώδες
πλάκωμα
πλακώνομαι
πλακώνω
πλανάρω
πλάνη
πλανημένος
πλάνης
πλανητάριο
πλανήτης
πλανητική
πλανητικό
πλανητικός
πλαν-ιέμαι-ώμαι
πλάνο
πλανόδια
πλανόδιο
πλανόδιος
πλανόδιος διασκεδαστής
πλαντάζω
πλασάρω
πλασέ
πλασέμπο
πλάση
πλασιέ
πλάσιμο
πλάσμα
πλασματικά
πλασματικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close