Προς στιγμή - ορισμός του προς στιγμή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%82+%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%b3%ce%bc%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.780.547.502
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
προς στιγμή
Μεταφράσεις
προς στιγμή
لِلَـحْظَةٍ
προς στιγμή
krátce
προς στιγμή
momentant
προς στιγμή
vorübergehend
προς στιγμή
momentarily
προς στιγμή
momentáneamente
προς στιγμή
hetkeksi
προς στιγμή
momentanément
προς στιγμή
trenutačno
προς στιγμή
momentaneamente
προς στιγμή
ちょっとの間
προς στιγμή
순간적으로
προς στιγμή
kortstondig
προς στιγμή
hvert øyeblikk
προς στιγμή
momentalnie
προς στιγμή
momentaneamente
προς στιγμή
очень быстро
προς στιγμή
för ett ögonblick
προς στιγμή
ในเวลาอันใกล้
προς στιγμή
bir anlığına
προς στιγμή
trong giây lát
προς στιγμή
即刻
Πλοηγός λέξεων
?
▲
προπαντός
προπάντων
προπάππος
προπαππούδες
προπάππους
προπαροξύτονος
προπέλα
προπέλλα
προπένιο
πρόπερσι
προπηλακίζω
προπιονικό οξύ
προπληρωμένος
πρόποδες
προπολεμικός
προπόνηση
προπονητής
προπονήτρια
προπονούμαι
προπονούμενος
προπονώ
προπορεύομαι
πρόποση
προπτυχιακός φοιτητής
πρόπτωση
προπυλένιο
πρόρρηση
προς
πρός
προς ανατολάς
προς στιγμή
προς τα εμπρός
προς τα νότια
προς τα πάνω
προς τα πίσω
προς τη δύση
προς το κάτω πάτωμα
προς το παρόν
προσαγωγός
προσάναμμα
προσανατολίζομαι
προσανατολίζω
προσανατολισμός
προσαράσσω
προσαρμογή
προσαρμόζομαι
προσαρμόζω
προσαρμόσιμος
προσαρμοσμένος
προσαρμοστική
προσαρμοστικό
προσαρμοστικός
προσαρμοστικότητα
προσάρτημα
προσάρτηση
προσάρτμημα
προσαρτώ
προσαύξηση
προσβάλλομαι
προσβάλλω
πρόσβαση
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close