Πυροβόλο - ορισμός του πυροβόλο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%80%cf%85%cf%81%ce%bf%ce%b2%cf%8c%ce%bb%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.392.613.042
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
πυροβόλο
Μεταφράσεις
πυροβόλο
cannon
,
gun
,
artillery
arme à feu
(
piro'volo
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
όπλο με σφαίρες
arme
θηλυκό
à feu
Πλοηγός λέξεων
?
▲
πύραυλος
πυργίσκος
πυργοδεσπότης
πύργος
Πύργος της Βαβέλ
πυρετός
πυρετώδες
πυρετώδης
πυρετωδώς
πυρήνας
πυρήνες
πυρηνική
πυρηνικό
πυρηνικός
πυριγενής
πυρίμαχος
πύρινη
πύρινο
πύρινος
πυρίτης
πυρίτιδα
πυρίτιο
πυριτιούχος
πυρκαγιά
πυροβασία
πυροβολάω
πυροβόλησα
πυροβολική
πυροβολικό
πυροβολισμός
πυροβόλο
πυροβολώ
πυροδότηση
πυροδοτώ
πυρόλυση
πυρομανής
πυρομανία
πυρομαχικά
πυρόξανθος
πυροσβεστήρας
πυροσβέστης
πυροσβεστική
πυροσβεστικό
πυροσβεστικός
πυροστιά
πυροτέχνημα
πυροτεχνήματα
πυροτεχνικός
πυρπολώ
Πύρρειος νίκη
πυρσός
πυρωμένη
πυρωμένο
πυρωμένος
πυρώνω
πυτζάμες
πυτία
πυώδης
πωλείται
πώληση
πωλητής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close