ρομαντικός
(προωθήθηκε από ρομαντική)Μεταφράσεις
ρομαντικός
(romandi'kos) αρσενικόρομαντική
(romandi'ci) θηλυκόρομαντικό
romantiqueromanticرُومانْسيّromantickýromantiskromantischrománticoromanttinenromantičanromanticoロマンチックな로맨틱한romantischromantiskromantycznyromânticoромантическийromantiskเกี่ยวกับเรื่องรักใคร่romantiklãng mạn浪漫的, 浪漫浪漫רומנטי (romandi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με το κίνημα του ρομαντισμού ρομαντικός συγγραφέας
2. που εξιδανικεύει την πραγματικότητα ρομαντικές ιδέες
3. που δίνει αίσθηση αθωότητας ρομαντικό μέρος
4. με θέμα τον έρωτα ρομαντική ιστορία