Σβάρνά, βωλοκόπι - ορισμός του σβάρνά, βωλοκόπι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%ce%b2%ce%ac%cf%81%ce%bd%ce%ac%2c+%ce%b2%cf%89%ce%bb%ce%bf%ce%ba%cf%8c%cf%80%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.772.196.965
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
σβάρνά, βωλοκόπι
Μεταφράσεις
σβάρνά, βωλοκόπι
Egge
Πλοηγός λέξεων
?
▲
σατανικός
σατανισμός
σατέν
σατίρα
σάτιρα
σατιρίζω
σατιρική
σατιρικό
σατιρικός
σατράπης
σατράπισσα
σατυρικός
σαύρα
σαύρας
σαφάρι
σαφένεια
σαφές
σαφήνεια
σαφής
σαφράν
σαφώς
Σαχάρα
σαχλαμάρα
σαχλαμάρας
σαχλαμαρες
σαχλή
σαχλό
σαχλός
Σαώ
σβάρνα
σβάρνά, βωλοκόπι
σβάστικα
σβελτάδα
σβέλτη
σβέλτο
σβέλτος
σβέρκος
σβήνω
σβήνω τσιγάρο
σβηστή
σβηστός
σβολιάζω
σβόλος
σβούρα
σβύνω
σβώλος
σγουραίνω
σγουρή
σγουρό
σγουρομάλλα
σγουρόμαλλη
σγουρομάλλης
σγουρομάλλικο
σγουρόμαλλο
σγουρόμαλλος
σγουρός
σε
Σε βρίσκω πολύ ελκυστικό
σε ένα μήνα
σε εσωτερικό χώρο
σε μια εβδομάδα
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close