Στενόμακρο - ορισμός του στενόμακρο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%bd%cf%8c%ce%bc%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.770.025.641
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στενόμακρος
(προωθήθηκε από
στενόμακρο
)
Μεταφράσεις
στενόμακρος
(
ste'nomakros
)
αρσενικό
στενόμακρη
(
ste'nomakri
)
θηλυκό
στενόμακρο
(
ste'nomakro
)
ουδέτερο
επίθετο
στενός και μακρύς
oblong/-ongue
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στείρος
στειρότητα
στειρώνω
στείρωση
στέισον βάγκον
στέκα
στέκι
στέκομαι
στεκόμουν
στέκω
στέλεχος
στέλνω
στέλνω ηλεκτρονικό μήνυμα
στέλνω μήνυμα κειμένου
στέλνω φαξ
στέλω
στέμμα
στενά
στεναγμός
στενάζω
στενάχωρος
στενεύω
στενή
στενό
στενογραφία
στενογραφικός
στενοκέφαλη
στενοκέφαλο
στενοκέφαλος
στενόμακρη
στενόμακρο
στενόμακρος
στενόμυαλη
στενόμυαλο
στενόμυαλος
στενός
στενόχωρη
στενοχωρημένη
στενοχωρημένο
στενοχωρημένος
στενοχώρια
στενοχωριέμαι
στενόχωρο
στενόχωρος
στενοχωρώ
στένωση
στέπα
στέππα
στέργω
στερεά
στερεή
στέρεη
στερεό
στέρεο
στερεό τεμάχιο
στερεογραφικός
στερεοποιούμαι
στερεός
στέρεος
στερεοσκοπικός
στερεότυπη
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close