στιγμή
Μεταφράσεις
στιγμή
Augenblick, Moment, Zeitpunktmoment, minute, instantmoment, instantpillanatchwila, momentلَـحْظَةٌokamžikøjeblikmomento, tiempohetkitrenutakmomento瞬間순간momentøyeblikkmomento, tempoмоментstundชั่วขณะanchốc lát瞬间, 时间時間време (stiɣ'mi)ουσιαστικό θηλυκό
1. ελάχιστο χρονικό διάστημα Όλα έγιναν μέσα σε μια στιγμή. Κάτσε μια στιγμή.
αμέσως
όπου νά' ναι
μέχρι τώρα
αμέσως
όπου νά' ναι
μέχρι τώρα
2. η περίσταση Έφτασε η κατάλληλη στιγμή.