Στοπ - ορισμός του στοπ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%80
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.393.698.197
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
στοπ
Μεταφράσεις
στοπ
(
stop
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
oδικό σήμα
stop
αρσενικό
στοπ
stop
,
stop sign
Seis
停止
arrêter
หยุด
Stop
停止
parar
Stop
επιφώνημα
σταμάτα
stop
διαταγή ή παράκληση σε κπ να σταματήσει κτ
Stop !
Πλοηγός λέξεων
?
▲
στοιχειωμένος
στοιχειώνω
στοίχημα
στοιχηματίζω
Στοιχίζει ...
στοιχίζω
στοίχιση
στοίχος
στόκος
Στοκχόλμη
στολή
στολή εργασίας
στολή κατάδυσης
στολίδι
στολίζω
στολίσκος
στόλισμα
στολισμός
στόλος
στόμα
στοματικό διάλυμα
στοματικός έρωτας
στομάχι
στομαχικός
στομαχόπονος
στομίδα
στόμιο
στόμφος
στομφώδες
στομφώδης
στοπ
στοράκι
στοργή
στοργική
στοργικό
στοργικός
στόρι
στου
στούμι
στούντιο
στουπί
στούπωμα
στουριόν
στουρνάρι
στους
στόφα
στοχασμός
στοχαστής
στοχαστικός
στοχεύω
στόχος
στραβά
στραβή
στραβίζω
στραβισμός
στραβό
στραβοκαταπίνω
στραβοκοιτάζω
στραβόξυλο
στραβοπατάω
στραβοπάτημα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close