Συγκινημένος - ορισμός του συγκινημένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%ba%ce%b9%ce%bd%ce%b7%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.766.645.767
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
συγκινημένος
Μεταφράσεις
συγκινημένος
(
sinɟini'menos
)
αρσενικό
συγκινημένη
(
sinɟini'meni
)
θηλυκό
συγκινημένο
مُتَأَثِّر
dojatý
rørte
gerührt
touched
conmovido
liikuttunut
touché
dirnut
toccato
感動した
감동한
ontroerd
rørt
dotknięty
comovido
тронутый
rörd
สะเทือนใจ
duygulanmış
xúc động
被感动的
(
sinɟini'meno
)
ουδέτερο
επίθετο
που έχει συγκινηθεί
ému/-ue
Πλοηγός λέξεων
?
▲
συγκατάβαση
συγκαταβατικά
συγκαταβατική
συγκαταβατικό
συγκαταβατικός
συγκατάθεση
συγκατακρατώ
συγκαταλέγω
συγκατανεύω
συγκατατίθεμαι
συγκατοίκηση
συγκάτοικος
συγκατοικώ
συγκάτοχος
συγκεκαλυμμένος
συγκεκριμένα
συγκεκριμένη
συγκεκριμένο
συγκεκριμένος
συγκεντρωμένη
συγκεντρωμένο
συγκεντρωμένος
συγκεντρώνομαι
συγκεντρώνω
συγκέντρωση
συγκεχυμένη
συγκεχυμένο
συγκεχυμένος
συγκινημένη
συγκινημένο
συγκινημένος
συγκίνηση
συγκινητική
συγκινητικό
συγκινητικός
συγκινούμαι
συγκινώ
σύγκληση
σύγκλητος
συγκλίνω
σύγκλιση
συγκλονίζομαι
συγκλονίζω
συγκλονισμένη
συγκλονισμένο
συγκλονισμένος
συγκλονιστική
συγκλονιστικό
συγκλονιστικός
συγκοινωνία
συγκοινωνώ
συγκόλληση
συγκολλητής
συγκολλιέμαι
συγκολλώ
συγκολώ
συγκομιδή
συγκοπή
συγκρατημένη
συγκρατημένο
συγκρατημένος
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close