Ταρακούνημα - ορισμός του ταρακούνημα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%bf%cf%8d%ce%bd%ce%b7%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.769.155.455
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ταρακούνημα
Μεταφράσεις
ταρακούνημα
(
tara'kunima
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το τράνταγμα
secousse
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ταξιτζού
ταξονομία
ταπεινά
ταπεινή
ταπεινό
ταπεινός
ταπεινοσύνη
ταπεινότητα
ταπεινόφρον
ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινώνομαι
ταπεινώνω
ταπείνωση
ταπεινωτική
ταπεινωτικό
ταπεινωτικός
ταπειώνω
ταπεραμέντο
ταπετσαρία
ταπετσάρω
τάπητας
τάπια
τάπιρος
ταραγμένη
ταραγμένο
ταραγμένος
ταράζομαι
ταράζω
ταρακουνάω
ταρακούνημα
ταρακουνώ
ταραμάς
τάρανδος
ταραξίας
ταράσσομαι
ταράτσα
ταραχή
ταραχοποιός
ταραχώδης
ταρίφα
ταρίχευση
ταριχευτής
ταριχεύω
ταρσανάς, ναυπηγείο
ταρσικός
ταρσός
τάρτα
ταρτάν
Τάρταρα
ταρτούφος
ταρώ
τασάκι
τάση
τάση ηλεκτρικού ρεύματος
Τασμανία
τάσσομαι
Τατζικιστάν
τατουάζ
ταυ
Ταϋλανδικά
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close